δεσμευόμενον

δεσμευόμενον
δεσμεύω
fetter
pres part mp masc acc sg
δεσμεύω
fetter
pres part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεράμβηλον — κεράμβηλον, τὸ (ΑΜ) 1. φόβητρο τών πουλιών σε κήπους, σκιάχτρο 2. είδος σκαθαριού που τό έδεναν στις συκιές για να διώχνει με τον βόμβο του τις σκνίπες («καὶ θηρίδιόν τι, ὅ περὶ τὰς συκᾱς δεσμευόμενον ἀποδιώκει τῇ φωνῇ τοὺς κνῑπας ἔνιοι τοὺς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”